γεώμορο(ν)

γεώμορο(ν)
το оброк натурой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γεώμορο(ν)" в других словарях:

  • γεώμορο — και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) [γεωμόρος] το ποσοστό τής συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος …   Dictionary of Greek

  • γεώμορο — το η ποσότητα της συγκομιδής που δίνει ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη του κτήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορτή — η (ΑΜ μορτή, Α δωρ. τ. μορτά, Μ και μουρτή) 1. μέρος, μερίδιο 2. (κυρίως) το συμφωνημένο ποσοστό καρπών το οποίο δίνει ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη τής γης, αλλ. γεώμορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»